Ψυχοθεραπεία μέσω τέχνης:
Μια επιστημονική ερμηνεία της αποτελεσματικότητάς της
Ρόμπερτ Μέλλον
Αναπληρωτής καθηγητής κλινικής ψυχολογίας με πειραματικές προσεγγίσεις συμπεριφοράς
Τμήμα Ψυχολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
Αναπληρωτής καθηγητής κλινικής ψυχολογίας με πειραματικές προσεγγίσεις συμπεριφοράς
Τμήμα Ψυχολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών
Η παρούσα εργασία είναι μια επιστημονική ερμηνεία της αποτελεσματικότητας της ψυχοθεραπείας μέσω τέχνης από την άποψη του θεμελιώδους συμπεριφορισμού. Στην συμπεριφοριστική προσέγγιση, η επιδράσεις της ψυχοθεραπείας περιγράφονται ως μια δυναμική, μακροπρόθεσμη αλληλεπίδραση ενός βιολογικού οργανισμού με τα γεγονότα του φυσικού κόσμου. Παρεμβάσεις που αλλάζουν τη μη λεκτική επικοινωνία μπορεί ταυτόχρονα να αλλάξουν και την λεκτική συμπεριφορά, εφόσον οι δύο συμπεριφορές είναι λειτουργικά ισότιμες—δηλαδή, εφόσον η μη λεκτική και η λεκτική συμπεριφορά καθορίζονται από τις ίδιες κοινωνικές συνέπειες. Για ανθρώπους που φοβούνται και αποφύγουν κοινωνικές καταστάσεις, η παρέμβαση στην μη λεκτική επικοινωνία μπορεί αρχικά να είναι πιο αποτελεσματική από την παρέμβαση στην λεκτική επικοινωνία. Η θεραπεία μέσω τέχνης αλλάζει την λεκτική συμπεριφορά με δύο σχετικούς τρόπους: α) μέσω της μείωσης δυσάρεστων συναισθημάτων και ενίσχυσης της προσέγγισης κοινωνικών καταστάσεων, στις οποίες η αποτυχία και το περιγέλασμα μπορούν να συμβούν, και β) μέσω της αύξησης στην μεταβλητότητα κοινωνικών συμπεριφορών. Όταν αυτές οι επιδράσεις στην λεκτική και μη λεκτική συμπεριφορά γενικεύονται στο κοινωνικό περιβάλλον του θεραπευομένου, η θετική κοινωνική ανταπόκριση τις αναπτύσσουν επιπρόσθετα και τις διατηρούν. Η αιτιολογία των επιδράσεων της ψυχοθεραπείας Η ψυχοθεραπεία είναι συνήθως μια λεκτική υπόθεση. Η αποτελεσματική ψυχοθεραπεία αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο ο θεραπευόμενος αισθάνεται, αντιλαμβάνεται, σκέφτεται και δρα—με λίγα λόγια, αλλάζει την συμπεριφορά του. Η συμπεριφορά του θεραπευομένου αλλάζει εν μέρει από τις περιβαλλοντικές συνθήκες που ο θεραπευτής του παρέχει—από τις ερωτήσεις, τις εκφράσεις, την σιωπή, τις επισημάνσεις κ.ά. Όμως, η ψυχοθεραπεία δεν έχει αποκλειστικότητα στην παροχή συνθηκών που αλλάζουν την συμπεριφορά. Η συμπαράσταση, η εκτίμηση, το ανυπόκριτο ενδιαφέρον και η υποστήριξη μπορούν να θεραπεύουν όπου και αν βρίσκονται. Πράγματι, εάν οι αλλαγές συμπεριφοράς που συμβαίνουν στο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας δεν έχουν ανταπόκριση σε άλλους ανθρώπους, η ψυχοθεραπεία αποτυχαίνει. Η αποτελεσματική ψυχοθεραπεία φέρνει την συμπεριφορά του ατόμου σε επαφή με την θεραπευτική δύναμη που ήδη υπάρχει στο κοινωνικό περιβάλλον (Mellon, 1998˙ Μέλλον, 2007). Φανταστείτε, για παράδειγμα, έναν άνθρωπο που ντρέπεται, φοβάται και αποφεύγει τις κοινωνικές καταστάσεις. Με την αποφυγή του, στερεί τον εαυτό του από τα γεγονότα (π.χ. αποδοχή, ανταλλαγή απόψεων και εμπειριών, τρυφερότητα) που θα μείωναν το φόβο του και θα ενίσχυαν την κοινωνική του συμπεριφορά. Κατά την πορεία της λεκτικής ψυχοθεραπείας, ο θεραπευτής αλληλεπιδρά με τον θεραπευόμενο με τρόπο που μειώνει το φόβο του και αυξάνει την τάση του να προσεγγίζει τα γεγονότα που του προκαλούν φόβο. Η ψυχοθεραπεία δημιουργεί τις απαραίτητες, αρχικές αλλαγές στην συμπεριφορά του, αλλά είναι η επαφή με τα ωραία γεγονότα που συμβαίνουν μόνο στο πλαίσιο μιας στενής διαπροσωπικής σχέσης εκτός ψυχοθεραπείας που θα εξασφαλίσει την συνέχεια στην εξέλιξη της αλλαγής. Η αποτελεσματική ψυχοθεραπεία καταλήγει σε μια εκ νέου αλληλεπίδραση του ατόμου με τα θεραπευτικά γεγονότα που ήδη υπήρχαν στο κοινωνικό περιβάλλον. Ενώ υπάρχουν άλλες απόψεις για το πώς η λεκτική ψυχοθεραπεία λειτουργεί, συμφωνείται ευρύτατα ότι τουλάχιστον ορισμένες μορφές της λεκτικής ψυχοθεραπείας βελτιώνουν τα πρότυπα συμπεριφοράς που θεωρούνται ότι είναι ασυμβίβαστα με την αναζήτηση της ευτυχίας, τα οποία αναφέρονται περιληπτικά με τον όρο «ψυχοπαθολογία» (π.χ., Kopta et al., 1999 . Wampold et al., 1997). Όμως, υπάρχουν και ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις που βασίζονται περισσότερο σε κινητικές δραστηριότητες παρά σε λεκτικήαλληλεπίδραση. Ο όρος ψυχοθεραπεία μέσω τέχνης αναφέρεται σε μια ποικιλία προσεγγίσεων, όπως η χοροθεραπεία, η μουσικοθεραπεία, και η θεραπεία μέσω γλυπτικής ή ζωγραφικής οι οποίες έχουν από κοινού την υποστήριξη της μη λεκτικής σωματικής έκφρασης. Η παρούσα εργασία είναι μια επιστημονική ερμηνεία της αποτελεσματικότητας αυτών των προσεγγίσεων, και ιδιαίτερα, του πώς η υποστήριξη της μυϊκής δραστηριότητας μπορεί να συνεισφέρει στην αλλαγή του τρόπου με τον οποίο ο θεραπευόμενος σκέφτεται και αλληλεπιδρά στο κοινωνικό περιβάλλον. Η ψυχοθεραπεία μέσω τέχνης προέκυψε από καινοτομίες στην κλινική πρακτική και όχι από την βασική πειραματική επιστήμη της ψυχολογίας, και μερικοί από τους υποστηρικτές της αντιστέκονται στην απλοποίηση της διεργασίας που απαιτεί η επιστημονική ανάλυσή της. Από την άλλη, λόγω της κλινικής και καλλιτεχνικής προέλευσης αυτών των προσεγγίσεων, αρκετοί ακαδημαϊκοί ψυχολόγοι απορρίπτουν την ψυχοθεραπεία μέσω τέχνης ως μη αποτελεσματική χωρίς τα κατάλληλα ερευνητικά δεδομένα (π.χ., Hogan, 2001). Ωστόσο, στα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί ποσοτικές και κατάλληλα ελεγχόμενες κλινικές δοκιμασίες της αποτελεσματικότητας συγκεκριμένων θεραπευτικών προσεγγίσεων μέσω τέχνης, με αρκετά ενθαρρυντικά ευρήματα (π.χ., Erwin-Grabner et al., 1999 . Ritter & Low, 1996 . Saunders & Saunders, 2000 . Shannon, 2002). Οι ερμηνείες της αποτελεσματικότητας συνήθως εστιάζονται σε έννοιες με ψυχαναλυτική προέλευση όπως η κάθαρση ή αποδέσμευση και απελευθέρωση ασυνειδήτων συναισθημάτων (π.χ., Anderson, 1995) ή στην απελευθέρωση και αυτοαντίληψη κρυφών στοιχείων του εαυτού, μια έννοια πρόσωποκεντρικής προέλευσης (π.χ., Lett, 1998). Όμως, αυτές και άλλες ερμηνείες της αποτελεσματικότητας της ψυχοθεραπείας μέσω τέχνης που στην υποθετικά ανεξάρτητη καθοριστική δραστηριότητα συναισθημάτων ή κρυφών εαυτών διαθέτουν, από επιστημονική άποψη, ένα θεμελιώδες σφάλμα: δεν υπάρχει τρόπος να τις απορρίψουμε μέσω πειραματικής απομόνωσης αιτιωδών σχέσεων. Προκειμένου να αξιολογήσουμε την ανεξάρτητη επίδρασή τους στην συμπεριφορά, δεν μπορούμε να παρέχουμε ή να στερούμε κρυφούς εαυτούς αλλά ούτε συναισθήματα χωρίς να αλλάζουμε το περιβάλλον. Αλλά αυτή η αλληλεπίδραση συμπεριφοράς-περιβάλλοντος πάντοτε μπορεί, από μόνη της, να καθορίσει τις αλλαγές συμπεριφοράς που αποδίδονται στην υποθετικά ανεξάρτητη καθοριστική δραστηριότητα συναισθημάτων ή κρυφών εαυτών. Πέραν τούτου, όταν αποδίδουμε μια δράση στο συναίσθημα ή στην δραστηριότητα εαυτού που μόλις προηγείται αυτής, αγνοούμε την μακροπρόθεσμη σχέση συμπεριφοράς- περιβάλλοντος. Η κατανόηση αυτής της χρονολογικά εκτεταμένης αλληλεπίδρασης ταυτίζεται με την αυτογνωσία και προσφέρει τις απαραίτητες πληροφορίες για τις περιβαλλοντικές συνθήκες που είναι πιθανές να πραγματοποιήσουν τις επιθυμητές αλλαγές στην συμπεριφορά (Μέλλον, 2007). Η επιστημονική ερμηνεία του καθορισμού οποιουδήποτε ψυχολογικού φαινομένου χαρακτηρίζεται από δύο ιδιότητες. Πρώτον, η επιστημονική ερμηνεία διαθέτει την ικανότητα να δοκιμαστεί πειραματικά, τουλάχιστον κάτω από ανάλογες συνθήκες, και δεύτερον, η επιστημονική ερμηνεία είναι συνεπής με τις γνωστές επιδράσεις των φυσικών γεγονότων (Palmer, 2003 . Mέλλον, 2002α, 2007). Η παρούσα ερμηνεία της αποτελεσματικότητας της ψυχοθεραπείας μέσω τέχνης στην λεκτική συμπεριφορά και στην σκέψη αποτελείται από γενικεύσεις αρχών καθορισμού αντιδράσεων και δράσεων που έχουν προκύψει από την πειραματική ανάλυση της συμπεριφοράς, την σχετική επιστήμη με την φιλοσοφία του θεμελιώδους συμπεριφορισμού. Συμπεριφορισμός, σώμα, συναίσθημα και σκέψη Σκοπός του θεμελιώδους συμπεριφορισμού (radical behaviourism) είναι η πειραματική διερεύνηση και η επιστημονική ερμηνεία όλων των φαινομένων της ψυχολογίας μέσω μιας περιγραφής της δυναμικής, μακροπρόθεσμης αλληλεπίδρασης του βιολογικού οργανισμού με τα γεγονότα του φυσικού κόσμου. Σχετικά με το ψυχοσωματικό πρόβλημα, δηλαδή με την σχέση μεταξύ του νου και του σώματος, η άποψη του θεμελιώδους συμπεριφορισμού είναι ο σωματικός μονισμός. Η σκέψη και άλλες ‘γνωσιακές’ διεργασίες θεωρούνται δραστηριότητες του σώματος, δηλαδή, συμπεριφορές, που υπόκεινται στους φυσικούς νόμους όπως όλες οι συμπεριφορές. Οι ‘γνωσιακές’ διεργασίες θεωρούνται να διαφέρουν από άλλες συμπεριφορές μόνο στην προσιτότητα παρατήρησης—π.χ., ενώ δύο άνθρωποι μπορούν να παρατηρήσουν έναν άλλο να χορεύει, μόνο ο ίδιος μπορεί να παρατηρήσει τις σκέψεις του, όπως τη σκέψη ‘ας χορέψω’. Η περιορισμένη προσιτότητα στην παρατήρησή της σκέψης αποκλείει την άμεση δοκιμασία της ωφελιμότητας προτάσεων για τον καθορισμό της, αλλά προτάσεις για τον καθορισμό πολλών άλλων φυσικών φαινομένων (π.χ., παλίρροιες, η εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, κ.ά.) δε μπορούν να δοκιμαστούν άμεσα. Οι επιστημονικές ερμηνείες τέτοιων φαινομένων είναι αποδεχτές επειδή οι προτάσεις για τον καθορισμό τους έχουν δοκιμαστεί κάτω από ανάλογες συνθήκες στις οποίες η άμεση δοκιμασία ωφελιμότητας της πρότασης είναι δυνατή. Τέτοιες ερμηνείες βασίζονται στην υπόθεση της ομοιομορφίας, δηλαδή στην υπόθεση ότι φυσικά συστήματα καθορίζονται με τον ίδιο τρόπο, ανεξάρτητα από την δυνατότητά μας να παρατηρήσουμε τον καθορισμό τους. Άρα, σύμφωνα με τον συμπεριφορισμό, η σκέψη και άλλες ‘γνωσιακές’ διεργασίες ερμηνεύονται ως καθορισμένες όπως οι άλλες σωματικές δράσεις του ατόμου. Στην μακροπρόθεσμη πειραματική διερεύνηση έχει διαπιστωθεί ότι η συχνότητα εμφάνισης δράσεων καθορίζεται από τις ενισχυτικές συνέπειές τους. Αν χορεύουμε συχνά, η δράση αυτή ενισχύεται συχνά. Εάν άλλες δράσεις σχετικά με το χορό ενισχύονται συχνά, η σκέψη για το χορό επίσης θα συμβαίνει συχνά. Οι κινήσεις του χορού και οι σκέψεις για το χορό είναι εναλλακτικές μορφές του ίδιου φαινομένου, και βασίζονται στην μακροπρόθεσμη αλληλεπίδραση του βιολογικού ατόμου με τα γεγονότα της ζωής του. Παρόμοια, η μητρική γλώσσα ενός ανθρώπου μπορεί να είναι η αγγλική, αλλά εάν, για κάποιο χρονικό διάστημα, οι περισσότερες αποτελεσματικές λεκτικές δράσεις του είναι στα ελληνικά, είναι πιθανόν ότι και σκέφτεται στα ελληνικά. Στην συμπεριφοριστική προσέγγιση, το να μιλήσει και να σκεφτεί ο άνθρωπος είναι εναλλακτικές μορφές των ίδιων δράσεων, διότι και οι δύο μορφές διαμορφώνονται συνεχώς και μακροπρόθεσμα από τις ίδιες συνέπειές. Όπως οι εναλλακτικές εκφράσεις «Μ’ αρέσει να χορεύω» «I like to dance» καθορίζονται από κοινές συνέπειες, το να φανταστεί κανείς να χορεύει και να χορεύει μπορεί να είναι διαφορετικοί τρόποι παραγωγής των ίδιων ενισχυτικών γεγονότων. Εάν αυτό ισχύει, οι συνθήκες που αλλάζουν την τάση του ανθρώπου να χορεύει και να μιλήσει για το χορό αναμένονται να αλλάξουν και την τάση του να σκεφτεί και να φανταστεί για το χορό. Οι δράσεις δεν προκαλούνται αντανακλαστικά από ερεθίσματα. Η τρέχουσα πιθανότητα εμφάνισής τους καθορίζεται από τις συνέπειές τους στο παρελθόν. Υπάρχουν άλλες συμπεριφορές, όμως, που δεν συμβαίνουν χωρίς το κατάλληλο ερέθισμα, και που προκαλούνται από αυτά τα ερεθίσματα. Αυτές οι συμπεριφορές ονομάζονται αντιδράσεις. Συναισθηματικές αντιδράσεις όπως ο θυμός, ο φόβος, η ντροπή, η ενοχή και η χαρά δεν συμβαίνουν χωρίς τα κατάλληλα ερεθίσματα, και προκαλούνται από αυτά. Ερεθίσματα που δεν προκαλούν αντιδράσεις μπορούν να αποκτήσουν την ικανότητα να τις προκαλέσουν, εάν αυτά τα ουδέτερα ερεθίσματα συσχετίζονται με ερεθίσματα που ήδη προκαλούν αντιδράσεις. Για παράδειγμα, ενώ το περιγέλασμα μπορεί να προκαλεί έντονα συναισθήματα ντροπής σε έναν άνθρωπο, οι καινούργιες γνωριμίες μπορεί να μη του προκαλούν έντονα συναισθήματα. Όμως, εάν οι καινούργιες γνωριμίες συσχετίζονται με το περιγέλασμα, τότε οι καινούργιες γνωριμίες από μόνες τους μπορεί να αρχίσουν να προκαλούν συναισθήματα ντροπής. Εάν οι καινούργιες γνωριμίες προκαλούν ντροπή λόγω της συσχέτισής τους με το περιγέλασμα, η έκθεση σε καινούργιες γνωριμίες χωρίς περιγέλασμα θα μειώσει την προκλητική επίδρασή τους. Όμως, εάν ο άνθρωπος δρα με τρόπο που περιορίζει ή αποφεύγει τις καινούργιες γνωριμίες, οι συνθήκες που θα μείωναν την ντροπή του δεν θα πραγματοποιηθούν. Πέρα από την αποφυγή του, ίσως το άτομο δεν διαθέτει τις κοινωνικές τάσεις και ικανότητες που τείνουν να ενισχύονται στην κοινότητά του. Ιδιαίτερα, η κοινωνική συμπεριφορά του μπορεί να χαρακτηριστεί από χαμηλή μεταβλητότητα, ή στερεοτυπία. Τότε, ακόμα και εάν το άτομο αυτό τολμήσει να προσεγγίσει κάποιον, η προσπάθειά του μάλλον δεν θα ενισχυθεί, και η καινούργια γνωριμία πάλι θα συσχετισθεί με ερεθίσματα που προκαλούν ντροπή. Για τον συγκεκριμένο άνθρωπο, η ψυχοθεραπεία μέσω τέχνης μπορεί να έχει δύο σχετικές επιδράσεις: α) τη μείωση δυσάρεστων συναισθημάτων και την ενίσχυση προσέγγισης κοινωνικών καταστάσεων, στις οποίες η αποτυχία και το περιγέλασμα μπορούν να συμβούν, και β) την αύξηση στην μεταβλητότητα κοινωνικών συμπεριφορών. Θα αναλύσουμε αυτές τις δύο σχετικές επιδράσεις ξεχωριστά. Μείωση δυσάρεστων συναισθημάτων και ενίσχυση προσωπικής έκφρασης Στην διερεύνηση για τους φόβους των Ελλήνων, έχει διαπιστωθεί ότι οι συνθήκες που προκαλούν περισσότερο φόβο στους ενήλικες είναι κοινωνικές καταστάσεις, όπως η αποτυχία, ο εξευτελισμός, και το να χαρακτηριστεί κανείς ψυχικά άρρωστος (Mellon, 2000). Τα δεδομένα των ενηλίκων ήταν αρκετά διαφορετικά από τα αντίστοιχα των παιδιών ηλικίας 7-12, τα οποία ανέφεραν περισσότερο φόβο για πράγματα που μπορούν να τους σκοτώνουν, όπως η πυρκαγιά ή η ηλεκτροπληξία (Mellon et al., 2004). Όμως, ακόμα και στα παιδιά, διαπιστώθηκε ότι οι κοινωνικοί φόβοι αυξάνονται σταθερά με το πέρασμα του χρόνου, και στους ενηλίκους η κοινωνική φοβία είναι η συχνότερη στην εμφάνιση αγχώδους διαταραχής (π.χ., Furmark, 2002). Εάν οι μεγαλύτεροι φόβοι των ενηλίκων είναι η αποτυχία και η κοινωνική κριτική, η αποτελεσματικότητα της ψυχοθεραπείας μέσω τέχνης είναι παράδοξη κατά τη πρώτη εντύπωση, επειδή η θεραπευτική διαδικασία θέτει τον θεραπευόμενο σε μια κατάσταση που, κατά την δική του γνώμη, έχει μεγάλη πιθανότητα αποτυχίας. Εκτός εάν ο άνθρωπος διαθέτει μια ιστορία απασχόλησης με την συγκεκριμένη τέχνη (μια κατάσταση στην οποία η συγκεκριμένα θεραπευτική προσέγγιση συνήθως δεν προτείνεται!) υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η επίδοση του ατόμου στην ζωγραφική, στην γλυπτική, στην μουσική ή στο χορό να είναι του είδους που συνήθως δεν εκτιμάται ή ενισχύεται στην κοινωνία μας. Με άλλα λόγια, η ψυχοθεραπεία μέσω τέχνης θέτει τον άτομο σε μια κατάσταση στην οποία είναι πολύ πιθανόν να αποτυχαίνει, με την έννοια ότι ο ίδιος να γνωρίζει ότι η συμπεριφορά του δεν ικανοποιεί τα κοινωνικά κριτήρια για καλή επίδοση. Για αυτό τον λόγο, στην αρχή της ψυχοθεραπείας, ο θεραπευόμενος συνήθως παραπονιέται ότι δεν διαθέτει τις απαιτούμενες ικανότητες—ότι δεν ξέρει από ζωγραφική, χορό, μουσική ή γλυπτική. Τέτοια παράπονα είναι τρόποι αποφυγής καταστάσεων κοινωνικής αποτυχίας, και δεν ενισχύονται από τον ψυχοθεραπευτή. Ο θεραπευτής επιβεβαιώνει τον θεραπευόμενο ότι δεν θα κριθεί για την ικανότητά του, ότι ο σκοπός δεν είναι να το κάνει σωστά, αλλά απλώς να το κάνει. Ο θεραπευτής ενθαρρύνει τον θεραπευόμενο, παρά την μεγάλη πιθανότητα ‘αποτυχίας’, να συμμετέχει στην δραστηριότητα, με την διαβεβαίωση ότι στο πλαίσιο της θεραπείας, δεν υπάρχουν σωστές η λανθασμένες επιδόσεις, δηλαδή, ότι δεν υπάρχουν δυσάρεστες κοινωνικές συνέπειες για την συμπεριφορά του. Επειδή οι καλές κοινωνικές ικανότητες αναμένονται να υπάρχουν σε κάθε ενήλικο, πολλοί θεραπευόμενοι θεωρούν τις κοινωνικές δυσκολίες τους αδικαιολόγητες και αποφεύγουν με κάθε τρόπο τις συνθήκες στις οποίες αυτές μπορούν να φανερωθούν, ακόμα και στο πλαίσιο της θεραπείας. Όμως, εφόσον οι καλλιτεχνικές ικανότητες δεν αναμένονται να υπάρχουν σε όλους, αρκετοί θεραπευόμενοι μπορεί να είναι περισσότερο διαθέσιμοι να κάνουν ‘καλλιτεχνικά’ παρά ‘κοινωνικά’ λάθη. Παρ όλα αυτά, οι πρώτες καλλιτεχνικές δραστηριότητες τους διαθέτουν αρκετά από τα χαρακτηριστικά των κοινωνικών καταστάσεων που ο θεραπευόμενος φοβάται και προσπαθεί να αποφύγει: τη παρουσία άλλου ανθρώπου (το ψυχοθεραπευτή), ο οποίος περιμένει κάποια συμπεριφορά από αυτόν, όπου ο θεραπευόμενος δεν γνωρίζει ακριβώς τι αναμένεται από αυτόν, αμφιβάλλει για τις ικανότητές του να τα καταφέρει, και βιώνει συναισθήματα φόβου ή άγχους. Τέλος, εφόσον ό,τι κάνει βασίζεται στις προσωπικές εμπειρίες του, οι κινήσεις του δεν μπορούν παρά να εκφράσουν κάποια άποψη, βίωμα, επιθυμία—κάτι για τον εαυτό του. Με άλλα λόγια, παρά την ασυνήθιστη μορφή του, η συμπεριφορά που εμφανίζεται στην ψυχοθεραπεία μέσω τέχνης είναι κοινωνική συμπεριφορά. Οι κινήσεις με μουσική, μουσικά όργανα, μπογιές ή πηλό γλυπτικής είναι μια μορφή μη λεκτικής επικοινωνίας, δηλαδή συνιστάται από συμπεριφορες, πέρα από την χρήση λέξεων, η πιθανότητα εκδήλωσης των οποίων αποτελεί συνάρτηση των συνεπειών που διαμεσολαβούν από άλλα άτομα (Μέλλον, 2002β). Για παράδειγμα, οι επιλογές ενός παιδιού να εκφράσει σκηνές από την καθημερινή ζωή του αποκλειστικά με μαύρο και άλλα σκούρα χρώματα είναι κοινωνικής προέλευσης, και για αυτό το λόγο είναι δυνατόν να ερμηνεύουμε την έννοια τους. Παρομοίως, η τάση ενός ενήλικα να χτυπήσει ένα τύμπανο με μια τόσο χαμηλή ένταση που σχεδόν δεν ακούγεται, και με μονότονο, αμετάβλητο, άψυχο, και επακριβή ρυθμό, επικοινωνεί κάτι για τις συμπεριφορές που επιτρέπονται (και για αυτές που έχουν τιμωρηθεί) στο κοινωνικό περιβάλλον του. Η κοινωνική τιμωρία είναι συνήθως μια λεκτική υπόθεση. Εκφράσεις όπως «απολύεσαι!», «άχρηστε!» «ξεφτίλα» και «ντροπή» προκαλούν δυσάρεστα συναισθήματα, και οι δράσεις που τις τερματίζουν ή τις αποφεύγουν τείνουν να επαναληφθούν. Ιδιαίτερα, όταν η έκφραση απόψεων, βιωμάτων, η επιθυμιών έχει τιμωρηθεί, ο άνθρωπος θα αποφύγει καταστάσεις που απαιτούν αυτο-έκφραση. Όμως, οι δραστηριότητες όπως ο χορός, η μουσική, η ζωγραφική και η γλυπτική απαιτούν αυτο-έκφραση σε μια συνθήκη χαμηλού λεκτικού περιεχομένου—δηλαδή με λιγότερα ερεθίσματα που, στο κοινωνικά φοβισμένο άνθρωπο, προκαλούν δυσάρεστα συναισθήματα και προξενούν αποφυγή. Άρα, για τον άνθρωπο που έχει βιώσει ιδιαίτερα κοινωνική τιμωρία, η έκφραση απόψεων, βιωμάτων και επιθυμιών μπορεί να έχει περισσότερες πιθανότητες να συμβεί σε μη λεκτικές παρά σε λεκτικές δραστηριότητες. Βέβαια, ο ψυχοθεραπευτής δεν αδιαφορεί για την καλλιτεχνική αυτο-έκφραση του θεραπευομένου, και δεν την τιμωρεί. Ότι εκφράζει και όπως το εκφράζει εκτιμάται και ενθαρρύνεται με ειλικρίνεια. Μπερδεμένη, δυσνόητη, αδύνατη—όπως και αν είναι η καλλιτεχνική έκφραση του (και κάπως έτσι θα είναι και η λεκτική έκφρασή του σε κοινωνικές καταστάσεις) ο θεραπευτής ενδιαφέρεται και ειλικρινά χαίρεται να την δει, διότι γνωρίζει ότι αποτελεί βήμα προς μια πιο πλούσια κοινωνική ζωή. Δηλαδή, σε μια ασυνήθιστη αλλά ακόμα κοινωνική κατάσταση, η έκφραση απόψεων, βιωμάτων και επιθυμιών συμβαίνει, ενισχύεται, και δεν τιμωρείται. Αυτές είναι οι ακριβείς συνθήκες που αναμένονται να μειώσουν το φόβο που προκαλείται από κοινωνικές καταστάσεις και αυξάνουν την τάση προσέγγισης των ίδιων καταστάσεων. Και πέραν τούτου, στην ψυχοθεραπεία μέσω τέχνης η θετική ανταπόκριση της αυτο- έκφρασης δεν περιορίζεται στις καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Από την στιγμή που ο θεραπευόμενος το αντέχει, ο θεραπευτής ενθαρρύνει και την συζήτηση της καλλιτεχνικής έκφρασης. Ζητά δηλαδή από τον θεραπευόμενο να περιγράφει τα συναισθήματα και τις σκέψεις που του συνέβαιναν την στιγμή της έκφρασης, και να ερμηνεύει τις πηγές του έργου του στα βιώματα της ζωής του. Η λεκτική έκφραση ευαίσθητων (δηλαδή τιμωρημένων) θεμάτων μπορεί να διευκολυνθεί από την ενίσχυση της μη λεκτικής έκφρασής τους. Και βέβαια, στην αρχή αυτή η λεκτική έκφραση θα είναι μπερδεμένη, δυσνόητη, αδύνατη—και θα ενισχυθεί από τον θεραπευτή. Όταν η έκφραση προσωπικών απόψεων, παρατηρήσεων, και βιωμάτων ενισχύεται στο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας, η πιθανότητα εμφάνισης παρόμοιων συμπεριφορών εκτός ψυχοθεραπείας αυξάνεται. Φυσικά, στο γενικό κοινωνικό περιβάλλον οι απαιτήσεις είναι μεγαλύτερες από ότι στο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας. Άρα, δεν αρκεί η μείωση φόβου και η αύξηση της συχνότητας εμφάνισης προσωπικών απόψεων και βιωμάτων. Εάν η συμπεριφορά του θεραπευόμενου δεν αλλάζει με τρόπο που αυξάνει την πιθανότητα ενίσχυσης στο κοινωνικό περιβάλλον, θα συναντήσει ξανά τις συνθήκες που δημιουργούν φόβο και κοινωνική αποφυγή. Πέρα από τις επιδράσεις της στην μείωση φόβου και στην ενίσχυση προσωπικών απόψεων και βιωμάτων, η ψυχοθεραπεία μέσω τέχνης μπορεί να διαμορφώνει την αυτο-έκφραση με τρόπο που αυξάνει την αποτελεσματικότητα της στο γενικό κοινωνικό περιβάλλον—και συγκεκριμένα, μπορεί να αυξάνει την μεταβλητότητα στην μορφή αυτο-έκφρασης. Ενίσχυση της μεταβλητότητας της αυτο-έκφρασης Μια συνηθισμένη επιφύλαξη για την χρήση ενίσχυσης στην εκπαίδευση και στην θεραπεία είναι ότι η ενίσχυση δημιουργεί στερεοτύπη συμπεριφορά. Σύμφωνα με την αρχή της ενίσχυσης, με το πέρασμα του χρόνου, οι μορφές δράσης που επιφέρουν ενισχυτικά ερεθίσματα επαναλαμβάνονται πιο συχνά, και οι μορφές δράσης που δεν επιφέρουν ενισχυτικά ερεθίσματα επαναλαμβάνονται λιγότερο συχνά. Όταν οι μορφές δράσης που είναι περισσότερο αποτελεσματικές είναι λίγες, τελικά η συμπεριφορά του ατόμου θα είναι στερεότυπη, δηλαδή θα αποτελείται από περιορισμένες αποτελεσματικές μορφές δράσης. Αλλά τι θα γίνει εάν οι μορφές δράσης που επιφέρουν ενισχυτικά ερεθίσματα είναι μόνο αυτές που διαφέρουν από τις προηγούμενες αποτελεσματικές μορφές; Μπορούμε δηλαδή να κάνουμε τη μεταβλητότητα στη μορφή των δράσεων το κριτήριο για ενίσχυση. Πρόσφατη πειραματική έρευνα δείχνει ότι όπως η ενίσχυση της ταχύτητας, της έντασης, ή της μορφής δράσεων αλλάζει αυτές τις διαστάσεις της συμπεριφοράς, έτσι και η μεταβλητότητα της μορφής δράσεων επίσης επηρεάζεται άμεσα από τις συνέπειές της (π.χ., Neuringer, Deiss, & Olson 2000). Η συμπεριφορά μας γίνεται όλο και πιο εύκαμπτη, ποικίλη, πρωτότυπη όταν η ίδια η μεταβλητότητα ενισχύεται. Και όταν η μεταβλητότητα ενισχύεται σε ένα περιβαλλοντικό πλαίσιο και όχι σε ένα δεύτερο πλαίσιο, η συμπεριφορά μας γίνεται δημιουργική στο πρώτο πλαίσιο, και στερεότυπη στο δεύτερο (π.χ., Denny & Neuringer, 1998˙ Ward et al., 2008). Παρά τους ισχυρισμούς περί του αντιθέτου, κάθε άλλο από εχθρός της δημιουργικότητας είναι η ενίσχυση. Απλώς, προκείμενου η ενίσχυση να αυξάνει τη δημιουργικότητα αντί να την περιορίζει, πρέπει να προσέχουμε ότι ενισχύεται η μεταβλητότητα αντί για τη στερεοτυπία στην μορφή δράσης. Η άμεση ενίσχυση της μεταβλητότητας έχει εφαρμογές στην κατανόηση της αποτελεσματικότητας ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων για φαινομενικά άσχετες ψυχολογικές διαταραχές που έχουν όμως το κοινό στοιχείο του μη επιθυμητού επιπέδου στερεοτυπίας συμπεριφοράς. Στον αυτισμό, για παράδειγμα, είναι κοινές οι στερεοτυπικά επαναλαμβανόμενες δράσεις όπως τα χτυπήματα ή συστροφές των χεριών ή των δακτύλων, η ηχολαλία, και η επίμονη ενασχόληση με ένα συγκεκριμένο αντικείμενο. Έχει διαπιστωθεί ότι η άμεση ενίσχυση της μεταβλητότητας στη μορφή των δράσεων αυτών των ατόμων μπορεί να δημιουργήσει πιο ευμετάβλητη συμπεριφορά (π.χ., Miller & Neuringer, 2000 . Lee Lee, McComas, & Jawor, 2002). Η κατάθλιψη επίσης χαρακτηρίζεται από χαμηλή συντελεστική μεταβλητότητα. Έχει βρεθεί πως ενήλικες με υψηλά επίπεδα κατάθλιψης έδειξαν χαμηλά επίπεδα μεταβλητότητας σε ένα παιχνίδι στον υπολογιστή, αλλά με την εκτεταμένη και άμεση ενίσχυση της μεταβλητότητας η συμπεριφορά τους στο παιχνίδι ήταν τόσο ευέλικτη και πρωτότυπη όσο η συμπεριφορά ατόμων με χαμηλά επίπεδα κατάθλιψης (Hopkinson & Neuringer, 2003). Ενώ η μεταβλητότητα συμπεριφοράς των ανθρώπων που ικανοποιούν τα διαγνωστικά κριτήρια για τη κοινωνική φοβία δεν έχει αξιολογηθεί άμεσα, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να χαρακτηριστεί από στερεοτυπία. Γενικώς, η μορφή των δράσεων που ενισχύονται από ευχάριστα γεγονότα (θετική ενίσχυση) μεταβάλλεται περισσότερο σχετικά με την μορφή δράσεων που τερματίζουν ή αποφεύγουν δυσάρεστα γεγονότα (αρνητική ενίσχυση, π.χ. Dinsmoor, 1998). Το άκρο της στερεότυπης κοινωνικής αποφυγής είναι οι επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές (π.χ., πλύσιμο χεριών, έλεγχος, τακτοποίηση, προσευχές, μετρήσεις) που χαρακτηρίζουν την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, αλλά η πιο κοινή κοινωνική αμηχανία των φοβισμένων ανθρώπων είναι επίσης στερεότυπη. Σε αρκετούς ανθρώπους με ψυχολογικά προβλήματα, η λεκτική συμπεριφορά και η σκέψη είναι ιδιαίτερα στερεότυπη. Συγκριτικά με τη συζήτηση, δραστηριότητες όπως η ζωγραφική, η γλυπτική και ο χορός είναι λιγότερο οικεία, και σε αρκετές καταστάσεις θα επιτρέψουν ή θα ευνοήσουν περισσότερη μεταβλητότητα στην μορφή δράσης. Ιδιαίτερα, διαφορετικά με τις λεκτικές εκφράσεις, στους περισσότερους ανθρώπους οι κινήσεις με πηλό, μπογιές, η μουσική δεν έχουν τιμωρηθεί, τουλάχιστον προσφάτως, και επομένως μπορεί να διαθέτουν περισσότερη μεταβλητότητα μορφής σχετικά με την λεκτική έκφραση. Το θετικά ενισχυτικό κοινωνικό περιβάλλον της ψυχοθεραπείας μέσω τέχνης μπορεί να αυξάνει ακόμα την μεταβλητότητα στην μορφή της μη λεκτικής έκφρασης. Στην εκπαίδευση της θεραπείας, οι θεραπευτές συνήθως οδηγούνται να μη ενθαρρύνουν την έκφραση συγκεκριμένων θεμάτων, αλλά την ελευθερία ή δημιουργικότητα της έκφρασης (π.χ., Silverstone, 1997). Η κοινωνική ενίσχυση της μεταβλητότητας αυτής της μη λεκτικής συμπεριφοράς μπορεί να γενικεύεται στην λεκτική συμπεριφορά, όπου ενισχύεται στο θεραπευτικό και κοινωνικό περιβάλλον του ατόμου. Ο άνθρωπος αντί να κινείται πιο εύκαμπτα επειδή σκέφτεται δημιουργικά, μπορεί να σκέφτεται δημιουργικά επειδή κινείται πιο εύκαμπτα—και να κινείται πιο εύκαμπτα λόγω της ενίσχυσης της μεταβλητότητας στην μορφή της μη λεκτικής συμπεριφοράς και, αργότερα, στην μορφή της λεκτικής συμπεριφοράς του. Στην συμπεριφοριστική προσέγγιση, η δημιουργικότητα δεν είναι μια αιτία της συμπεριφοράς, αλλά μια διάσταση της συμπεριφοράς που καθορίζεται στην μακροπρόθεσμη αλληλεπίδρασή της με τις συνέπειές της. Η θεραπευτική έκθεση σε κοινωνικές συνθήκες που δεν περιορίζουν αλλά ενισχύουν την μεταβλητότητα στην μη λεκτική επικοινωνία μπορεί να αυξάνει την μεταβλητότητα της λεκτικής επικοινωνίας. Η θετική ανταπόκριση αυτής της αυξημένης μεταβλητότητας στο καθημερινό κοινωνικό περιβάλλον αναμένεται να διατηρήσει και να καθορίσει την επιπρόσθετη ανάπτυξη της κοινωνικής ευελιξίας και της δημιουργικότητας. Για ανθρώπους στους οποίους η λεκτική συμπεριφορά είναι στερεότυπη λόγω τιμωρίας, η αρχική ενίσχυση της μεταβλητότητας στην σωματική δράση μπορεί να είναι πιο αποτελεσματική από την ενίσχυση μεταβλητότητας στην λεκτική συμπεριφορά. Συμπεριφορισμός, τέχνη και ψυχοθεραπεία Ανάμεσα στα άλλα πλεονεκτήματα, ο πραγματιστικός, φυσικός μονισμός του συμπεριφορισμού ευνοεί την κατανόηση της αποτελεσματικότητας διάφορων ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων σε μια κοινή και συνεπή γλώσσα. Με το συμπεριφοριστικό μοντέλο, ο θεραπευτής έχει την ελευθερία να χρησιμοποιήσει παρεμβάσεις μέσω τέχνης σε καταστάσεις στις οποίες αυτός κρίνει ότι θα είναι πιο αποτελεσματικές, και πιο παραδοσιακές λεκτικές παρεμβάσεις όταν ο φόβος και η αποφυγή λεκτικής έκφρασης είναι χαμηλότερη, ή να χρησιμοποιήσει ένα συνδυασμό τεχνικών, στο πλαίσιο μιας συνεκτικής, σαφούς και συνεπούς συλλογής αρχών καθορισμού συμπεριφοράς. Μπορεί να εκπλήσσει τον αναγνώστη η απασχόληση με την τέχνη και η υποστήριξη της ψυχοθεραπευτικής χρήσης της από την συμπεριφοριστική άποψη. Όμως, όπως η κλινική και θεραπευτική προέλευση της ψυχοθεραπείας μέσω τέχνης δεν αποκλείει την επιστημονική ερμηνεία της αποτελεσματικότητά της, η προέλευση της συμπεριφοριστικής προσέγγισης στην πειραματική ανάλυση δεν αποκλείει την ωφελιμότητά της στην κατανόηση της καλλιτεχνικής συμπεριφοράς. Πράγματι, αυτός ήταν ένας από τους σκοπούς του συμπεριφορισμού από την ίδρυσή της. Ο ιδρυτής του θεμελιώδη συμπεριφορισμού, ο Β. F. Skinner, ήταν δια βίου ερασιτέχνης μουσικός, ηθοποιός και ποιητής, καθώς επίσης συγγραφέας ενός έργου λογοτεχνίας μεγάλης κριτικής και εμπορικής επιτυχίας (Skinner, 1948). Με αρχική εκπαίδευση στην φιλολογία, το ενδιαφέρον του Skinner για την επιστημονική ψυχολογία ξεκίνησε με την προσπάθειά του να κατανοήσει τις δικές του δυσκολίες στην παραγωγή λογοτεχνίας (Bjork, 1993), και ο καθορισμός της καλλιτεχνικής έκφρασης υπήρξε πυρηνικό θέμα καθ’ όλη την σταδιοδρομία του (π.χ., Skinner, 1934, 1939, 1941, 1957, 1970, 1971) όπως είναι και για σημερινούς συμπεριφορσιτές (π. χ., Madsen, 1999 . Neuringer, 2003, 2004 . Stokes, 2001). Ανεξάρτητα από την θεωρητική προέλευσή της, η κάθε αποτελεσματική ψυχοθεραπεία είναι μια σειρά δημιουργικών πράξεων. Στην αλληλεπίδραση του θεραπευτή και θεραπευομένου, καινούργιες τάσεις δημιουργούνται, οι οποίες εάν ανταποκρίνονται στο κοινωνικό περιβάλλον, δημιουργούν μια διαφορετική ζωή. Αντί να βοηθήσει τον θεραπευόμενο να βρει τον εσωτερικό εαυτό του, η ψυχοθεραπεία μέσω τέχνης μπορεί να τον βοηθήσει να βρει τα θεραπευτικά στοιχεία του φυσικού κοινωνικού περιβάλλοντος. Η αυξημένη μεταβλητότητα, ευκαμψία, και τάση δοκιμασίας καινούργιων πράξεων, με λιγότερο φόβο, εμπλουτίζουν την ζωή του θεραπευόμενου. Παρόμοιες αλλαγές μπορεί να καταλήξουν στην δοκιμασία των παρεμβάσεων μέσω τέχνης από παραδοσιακούς ψυχοθεραπευτές, καθώς επίσης στην ερμηνεία της αποτελεσματικότητάς τους με αποκλειστική αναφορά στα γεγονότα του φυσικού κόσμου. Εάν τέτοιες συμπεριφορές εκδηλώνονται, πιστεύω πως οι ενισχυτικές συνέπειές τους θα τις αναπτύξουν και θα τις διατηρήσουν. |
Βιβλιογραφικές αναφορές
Anderson, F. E. (1995). Catharsis and empowerment through group claywork with incest survivors. The Arts in Psychotherapy, 22, 413-427. Bjork, D. J. (1993). B. F. Skinner: A life. New York: Basic Books. Denny, J., & Neuringer, A. (1998). Behavioral variability is controlled by discriminative stimuli. Animal Learning and Behavior, 26, 154-162. Dinsmoor, J. A. (1998). Punishment. In W. T. O’Donohue (Ed.), Learning and behavior therapy. Boston: Allyn & Bacon (pp. 188-204). Erwin-Grabner, T., Goodill, S. W., Hill, E. S., & Von Neida, K. (1999). Effectiveness of dance/movement therapy on reducing test anxiety. American Journal of Dance Therapy, 21, 19-34. Furmark, T. (2002). Social phobia: Overview of community surveys. Acta Psychiatrica Scandinavica, 195, 84-93. Hogan, S. (2001). Healing arts: The history of art therapy. London: Kingsley. Hopkinson, J., & Neuringer, A. (2003). Modifying behavioral variability in moderately depressed students. Behavior Modification, 27, 251-264. Kopta, S. M., Lueger, R. J., Saunders, S., & Howard, K. I. (1999). Individual psychotherapy outcome and process research: Challenges leading to greater turmoil or positive transition? Annual Review of Psychology, 50, 441-469. Lee, R., McComas, J. J., & Jawor, J. (2002). The effects of differential reinforcement on varied verbal responding by individuals with autism to social questions. Journal of Applied Behavior Analysis, 35, 391-402. Lett, W. R. (1998). Researching experiential self-knowing. The Arts in Psychotherapy, 24, 227-241. |
Madsen, C. K. (1999). A behavioral approach to music therapy. Address at the 9th World
Congress of Music Therapy, Washington, DC: November. Mellon, R. (1998). Outsight: Radical behaviorism and psychotherapy. Journal of Psychotherapy Integration, 3, 123-146. Mellon, R. (2000). A Greek-language inventory of fears: Psychometric properties and factor structure of self-reports of fears on the Hellenic Fear Survey Schedule. Journal of Psychopathology and Behavioral Assessment, 22, 123-140. Μέλλον, Ρ. (2002α). Συμπεριφορισμός: Η φιλοσοφία και η επιστήμη της προσωπικότητας ως συμπεριφορά. Στο Γ. Α. Ποταμιάνος & συνεργάτες, Θεωρίες προσωπικότητας και κλινική πρακτική (5 η έκδοση). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα (σ. 157-196). Μέλλον, Ρ. (2002β). Το πρόβλημα της πρόθεσης στον ορισμό της μη λεκτικής επικοινωνίας. Στο N. Πολεμικό, & A. Κοντάκο (Επιμ.), Μη λεκτική επικοινωνία: Σύγχρονες θεωρητικές και ερευνητικές προσεγγίσεις στην Ελλάδα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα (σ. 25-46). Μέλλον, Ρ. (2007). Ψυχολογία της συμπεριφοράς. Αθήνα: Τόπος.. Mellon, R., Koliadias, E. A., & Paraskevopoulos, T. D. (2004). Normative development of fears in Greece: Self-reports on the Hellenic Fear Survey Schedule for Children. Journal of Anxiety Disorders, 18, 233-254. Miller, N., & Neuringer, A. (2000). Reinforcing variability in adolescents with autism. Journal of Applied Behavior Analysis, 33, 151-165. Neuringer, A., Deiss, C., & Olson, G. (2000). Reinforced variability and operant learning. Journal of Experimental Psychology: Animal Behavior Processes, 26, 98-111. Neuringer, A. (2003). Reinforced variability and creativity. In K. A. Lattal & P. N. Chase (Eds.), Behavior theory and philosophy (pp. 441-471). New York: Kluwer. |
Neuringer, A. (2004). Reinforced variability in animals and people: Implications for adaptive
action. American Psychologist, 59, 891-906.
Palmer, D. C. (2003). Cognition. In K. A. Lattal & P. N. Chase (Eds.), Behavior theory and
philosophy (pp. 167-185). New York: Kluwer Academic Press.
Ritter, M., & Low, K. G. (1996). Effects of dance/movement therapy: A meta-analysis. The
Arts in Psychotherapy, 23, 249-260.
Saunders, E. J., & Saunders, J. A. (2000). Evaluating the effectiveness of art therapy through
a quantitative, outcomes-focused study. The Arts in Psychotherapy, 27, 99-106.
Shannon, K. de l’Etoile (2002). The effectiveness of music therapy in group psychotherapy
for adults with mental illness. The Arts in Psychotherapy, 29, 69-78.
Silverstone, L. (1997). Art therapy: The person-centered way. London: Kingsley.
Skinner, B. F. (1934). Has Gertrude Stein a secret? Atlantic Monthly, 153, 50-57.
Skinner, B. F. (1939). Alliteration in Shakespeare’s sonnets: A study of literary behavior.
Psychological Record, 3, 186-192.
Skinner, B. F. (1941). A quantitative estimate of certain kinds of sound-patterning in poetry.
The American Journal of Psychology, 30, 64-79.
Skinner, B. F. (1948). Walden two. New York: Macmillan.
Skinner, B. F. (1957). Verbal behavior. New York: Appleton-Century-Crofts.
Skinner, B. F. (1970), Creating the creative artist. In A. J. Toynbee (Ed.,) On the future of
art. New York: Viking.
Skinner, B. F. (1971). A lecture on having a poem. Given at the Poetry Center, New York
City. Reprinted in B. F. Skinner (1972), Cumulative record (3 rd Ed.), pp. 345-355,
Stokes, P. D. (2001). Variability, constraints, and creativity: Shedding light on Claude
Monet. American Psychologist, 56, 355-359.
Wampold, B. E., Mondin, G. W., Moody, M., Stich, F., Benson, K., & Ahn, K. (1997). A
meta-analysis of outcome studies comparing bona fide psychotherapies: Empirically,
“all must have prizes.” Psychological Bulletin, 122, 203-215.
Ward, R. D., Kynaston, A. D., Bailey, E. M., & Odum, A. L. (2008). Discriminative control
of variability: Effects of successive stimulus reversals. Behavioural Processes, 78,
17-24.
action. American Psychologist, 59, 891-906.
Palmer, D. C. (2003). Cognition. In K. A. Lattal & P. N. Chase (Eds.), Behavior theory and
philosophy (pp. 167-185). New York: Kluwer Academic Press.
Ritter, M., & Low, K. G. (1996). Effects of dance/movement therapy: A meta-analysis. The
Arts in Psychotherapy, 23, 249-260.
Saunders, E. J., & Saunders, J. A. (2000). Evaluating the effectiveness of art therapy through
a quantitative, outcomes-focused study. The Arts in Psychotherapy, 27, 99-106.
Shannon, K. de l’Etoile (2002). The effectiveness of music therapy in group psychotherapy
for adults with mental illness. The Arts in Psychotherapy, 29, 69-78.
Silverstone, L. (1997). Art therapy: The person-centered way. London: Kingsley.
Skinner, B. F. (1934). Has Gertrude Stein a secret? Atlantic Monthly, 153, 50-57.
Skinner, B. F. (1939). Alliteration in Shakespeare’s sonnets: A study of literary behavior.
Psychological Record, 3, 186-192.
Skinner, B. F. (1941). A quantitative estimate of certain kinds of sound-patterning in poetry.
The American Journal of Psychology, 30, 64-79.
Skinner, B. F. (1948). Walden two. New York: Macmillan.
Skinner, B. F. (1957). Verbal behavior. New York: Appleton-Century-Crofts.
Skinner, B. F. (1970), Creating the creative artist. In A. J. Toynbee (Ed.,) On the future of
art. New York: Viking.
Skinner, B. F. (1971). A lecture on having a poem. Given at the Poetry Center, New York
City. Reprinted in B. F. Skinner (1972), Cumulative record (3 rd Ed.), pp. 345-355,
Stokes, P. D. (2001). Variability, constraints, and creativity: Shedding light on Claude
Monet. American Psychologist, 56, 355-359.
Wampold, B. E., Mondin, G. W., Moody, M., Stich, F., Benson, K., & Ahn, K. (1997). A
meta-analysis of outcome studies comparing bona fide psychotherapies: Empirically,
“all must have prizes.” Psychological Bulletin, 122, 203-215.
Ward, R. D., Kynaston, A. D., Bailey, E. M., & Odum, A. L. (2008). Discriminative control
of variability: Effects of successive stimulus reversals. Behavioural Processes, 78,
17-24.